Η επίδραση της υγρασίας στη θερμομόνωση του κτιρίου
Ο λόγος για τον οποίο τα θερμομονωτικά υλικά τοποθετούνται σε ένα κτίριο είναι η διατήρηση της θερμότητας στο εσωτερικό του κατά την περίοδο του χειμώνα και η παρεμπόδιση της εισροής θερμότητας κατά την περίοδο του καλοκαιριού.
Η ιδιότητα ενός υλικού, η οποία προσδιορίζει το βαθμό ευκολίας ή δυσκολίας διάδοσης της θερμότητας στο εσωτερικό του ονομάζεται θερμική αγωγιμότητα. Η μονάδα μέτρησης αυτής είναι ο συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας λ του υλικού.
Τα θερμικά αγώγιμα υλικά έχουν υψηλή θερμική αγωγιμότητα, ενώ τα θερμομονωτικά υλικά έχουν χαμηλή θερμική αγωγιμότητα. Επομένως, όσο μικρότερος είναι ο συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας λ ενός υλικού τόσο καλύτερη θερμομόνωση έχει το υλικό αυτό.
Τα θερμομονωτικά υλικά παρουσιάζουν χαμηλή θερμική αγωγιμότητα (ή αντίστοιχα αυξημένη θερμική αντίσταση) λόγω του αέρα που υπάρχει εγκλωβισμένος στο εσωτερικό τους, είτε σε πορώδεις κυψέλες, είτε ανάμεσα στις ίνες τους. Ο αέρας (λόγω της μικρής πυκνότητας και μάζας του) έχει χαμηλό συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας λ, επομένως χαρακτηρίζεται κακός αγωγός της θερμότητας.
Το νερό έχει περίπου 24 φορές μεγαλύτερο συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας λ από τον αέρα, ενώ στον πάγο η τιμή αυτή γίνεται περίπου 92 φορές μεγαλύτερη. Γίνεται εύκολα, λοιπόν, αντιληπτή η επίδραση που έχει η υγρασία στα θερμομονωτικά υλικά. Μικρή αύξηση της παρουσίας υγρασίας στο εσωτερικό ενός θερμομονωτικού υλικού, έχει ως αποτέλεσμα το εγκλωβισμένο νερό να καταλάβει τη θέση του αέρα και με τον τρόπο αυτό να προκαλέσει αντίστοιχη αύξηση του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας του.
Όσο αυξάνεται η παρουσία του νερού στο εσωτερικό των θερμομονωτικών υλικών, γίνεται ιδιαίτερα εμφανής η μείωση της θερμομονωτικής ιδιότητας τους, ενώ μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην εξάλειψη αυτής. Επομένως, η λήψη των απαραίτητων μέτρων στεγανοποίησης μιας κατασκευής κρίνεται υψίστης σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της θερμομόνωσης της.